ηδύλειος

ηδύλειος
ἡδύλειος, -α, -ον (Α) [Ηδύλος]
επιγρ. αυτός που ανήκει στον Ηδύλο ή σχετίζεται με τον Ηδύλο («ἡδυλεία κύλιξ», επιγρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἡδύλειον — Ἡδύλειος of masc acc sg Ἡδύλειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡδυλείῳ — Ἡδύλειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”